Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυκάντηλο τα πολυκάντηλα
      γενική του πολυκάντηλου των πολυκάντηλων
    αιτιατική το πολυκάντηλο τα πολυκάντηλα
     κλητική πολυκάντηλο πολυκάντηλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυκάντηλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πολυκάντηλον < πολυκάνδηλον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυκάνδηλος.[1] Συχρονικά αναλύεται σε πολυ- + καντήλ(α) + -ο.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.liˈkan.di.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐κά‐ντη‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυκάντηλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία