πολυκάντηλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυκάντηλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πολυκάντηλον < πολυκάνδηλον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυκάνδηλος.[1] Συχρονικά αναλύεται σε πολυ- + καντήλ(α) + -ο.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.liˈkan.di.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐κά‐ντη‐λο
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυκάντηλο ουδέτερο
- πολύφωτη λυχνία με πολλά καντήλια
- ※ Τὸ μέγα πολυκάντηλο μέσ' 'ς τὸ ναὸ τῆς φύσης, (Διονύσιος Σολωμός, Carmen Seculare)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυκάντηλο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πολυκάντηλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- πολυκάνδηλον - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .