Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυκάνδηλον: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυκάνδηλος [1] < πολυ- + κανδήλ(α) + -ον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολυκάνδηλον ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία