Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυευσπλαγχνία οι πολυευσπλαγχνίες
      γενική της πολυευσπλαγχνίας των πολυευσπλαγχνιών
    αιτιατική την πολυευσπλαγχνία τις πολυευσπλαγχνίες
     κλητική πολυευσπλαγχνία πολυευσπλαγχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυευσπλαγχνία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολυευσπλαγχνία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυευσπλαγχνία θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολυευσπλαγχνί αἱ πολυευσπλαγχνίαι
      γενική τῆς πολυευσπλαγχνίᾱς τῶν πολυευσπλαγχνιῶν
      δοτική τῇ πολυευσπλαγχνί ταῖς πολυευσπλαγχνίαις
    αιτιατική τὴν πολυευσπλαγχνίᾱν τὰς πολυευσπλαγχνίᾱς
     κλητική ! πολυευσπλαγχνί πολυευσπλαγχνίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολυευσπλαγχνί
γεν-δοτ τοῖν  πολυευσπλαγχνίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυευσπλαγχνία < πολυεύσπλαγχν(ος) + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυευσπλαγχνία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία