πολυεύσπλαγχνος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυεύσπλαγχνος < πολυ- + εὔσπλαγχνος
Επίθετο επεξεργασία
πολυεύσπλαγχνος, -ος, -ον
Πηγές επεξεργασία
- πολυεύσπλαγχνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.