πολυεκτοξευτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυεκτοξευτήρας < πολυ- + εκτοξευτήρας (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multiple rocket launcher)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυεκτοξευτήρας αρσενικό
- συσκευή που εκτοξεύει κάτι από πολλαπλές πηγές
- (ειδικότερα, στρατιωτικός όρος) όπλο που εκτοξεύει πολλά βλήματα μαζί
Μεταφράσεις επεξεργασία
στρατιωτικός όρος