Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυαίωνος η πολυαίωνη το πολυαίωνο
      γενική του πολυαίωνου της πολυαίωνης του πολυαίωνου
    αιτιατική τον πολυαίωνο την πολυαίωνη το πολυαίωνο
     κλητική πολυαίωνε πολυαίωνη πολυαίωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυαίωνοι οι πολυαίωνες τα πολυαίωνα
      γενική των πολυαίωνων των πολυαίωνων των πολυαίωνων
    αιτιατική τους πολυαίωνους τις πολυαίωνες τα πολυαίωνα
     κλητική πολυαίωνοι πολυαίωνες πολυαίωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία el επεξεργασία

πολυαίωνος (el), -η, -ο < πολυ- + αρχαία ελληνική αἰών + -ος, , -ο

  Επίθετο επεξεργασία

πολυαίωνος (el), -η, -ο αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  • πολλών εκατονταετηρίδων, απίστευτα διαρκέστερος απ'τον πολύχρονο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία