↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολιτικοκοινωνικός η πολιτικοκοινωνική το πολιτικοκοινωνικό
      γενική του πολιτικοκοινωνικού της πολιτικοκοινωνικής του πολιτικοκοινωνικού
    αιτιατική τον πολιτικοκοινωνικό την πολιτικοκοινωνική το πολιτικοκοινωνικό
     κλητική πολιτικοκοινωνικέ πολιτικοκοινωνική πολιτικοκοινωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολιτικοκοινωνικοί οι πολιτικοκοινωνικές τα πολιτικοκοινωνικά
      γενική των πολιτικοκοινωνικών των πολιτικοκοινωνικών των πολιτικοκοινωνικών
    αιτιατική τους πολιτικοκοινωνικούς τις πολιτικοκοινωνικές τα πολιτικοκοινωνικά
     κλητική πολιτικοκοινωνικοί πολιτικοκοινωνικές πολιτικοκοινωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολιτικοκοινωνικός < πολιτικός + κοινωνικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πολιτικοκοινωνικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία