πολεολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπολεολογία θηλυκό
- αρχιτεκτονική, πολεοδομία) κλάδος της αρχιτεκτονικής / πολεοδομίας που ασχολείται με την μελέτη και ανέγερση πόλεων
- ※ Όσον αφορά στον προσδιορισμό της οπτικής πάνω στον πολεοδομικό χώρο, επιλέχθηκε η πολεολογία, η οποία αποτελεί μία χρηστική οπτική και είναι η μόνη που μπορεί να οδηγήσει στη διαμόρφωση του αναλυτικού υπόβαθρου της πολεοδομίας. (www.didaktorika.gr)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολεολογία
|