Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολεολογία οι πολεολογίες
      γενική της πολεολογίας των πολεολογιών
    αιτιατική την πολεολογία τις πολεολογίες
     κλητική πολεολογία πολεολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολεολογία < πόλη + -ο- + -λογία[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολεολογία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Από το θέμα πολε– της (αρχαιο)ελληνικής λέξης πόλις.