Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολεοδομικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολεοδομικ
ός
η
πολεοδομικ
ή
το
πολεοδομικ
ό
γενική
του
πολεοδομικ
ού
της
πολεοδομικ
ής
του
πολεοδομικ
ού
αιτιατική
τον
πολεοδομικ
ό
την
πολεοδομικ
ή
το
πολεοδομικ
ό
κλητική
πολεοδομικ
έ
πολεοδομικ
ή
πολεοδομικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολεοδομικ
οί
οι
πολεοδομικ
ές
τα
πολεοδομικ
ά
γενική
των
πολεοδομικ
ών
των
πολεοδομικ
ών
των
πολεοδομικ
ών
αιτιατική
τους
πολεοδομικ
ούς
τις
πολεοδομικ
ές
τα
πολεοδομικ
ά
κλητική
πολεοδομικ
οί
πολεοδομικ
ές
πολεοδομικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολεοδομικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
πολεοδομικός, -ή, -ό
σχετικός με την
πολεοδομία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολεοδομικός
γαλλικά
:
urbanistique
(fr)