ποικιλτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ποικιλτικός < ελληνιστική κοινή ποικιλτικός < αρχαία ελληνική ποικίλος
Επίθετο
επεξεργασία
ποικιλτικός
- (λόγιο) που έχει σχέση με την ποίκιλση ή την ποικιλτική, τη διακοσμητική τέχνη, ή αναφέρεται σ’ αυτές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ποικιλτικός
|