Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποίκιλση οι ποικίλσεις
      γενική της ποίκιλσης* των ποικίλσεων
    αιτιατική την ποίκιλση τις ποικίλσεις
     κλητική ποίκιλση ποικίλσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ποικίλσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποίκιλση < αρχαία ελληνική ποίκιλσις < ποικίλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποίκιλση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία