ποίκιλσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ποίκιλσῐς | αἱ | ποικίλσεις |
γενική | τῆς | ποικίλσεως | τῶν | ποικίλσεων |
δοτική | τῇ | ποικίλσει | ταῖς | ποικίλσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ποίκιλσῐν | τὰς | ποικίλσεις |
κλητική ὦ! | ποίκιλσῐ | ποικίλσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποικίλσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ποικιλσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ποίκιλσις < ποικίλ(λω) + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: ποίκιλση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποίκιλσις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ποικίλος
Πηγές
επεξεργασία- ποίκιλσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποίκιλσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.