πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποικίλτρια οι ποικίλτριες
      γενική της ποικίλτριας των ποικιλτριών
    αιτιατική την ποικίλτρια τις ποικίλτριες
     κλητική ποικίλτρια ποικίλτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποικίλτρια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κεντητής



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποικίλτρι αἱ ποικίλτριαι
      γενική τῆς ποικιλτρίᾱς τῶν ποικιλτριῶν
      δοτική τῇ ποικιλτρί ταῖς ποικιλτρίαις
    αιτιατική τὴν ποικίλτριᾰν τὰς ποικιλτρίᾱς
     κλητική ! ποικίλτρι ποικίλτριαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποικιλτρί
γεν-δοτ τοῖν  ποικιλτρίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποικίλτρια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία