ποικίλτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ποικίλτρια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ποικίλτρια < ποικιλ(τής) + -τρια, < ποικίλλω > ποικίλος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /piˈcil.tɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ποι‐κιλ‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ποικίλτρια — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ποικίλτριᾰ | αἱ | ποικίλτριαι |
γενική | τῆς | ποικιλτρίᾱς | τῶν | ποικιλτριῶν |
δοτική | τῇ | ποικιλτρίᾳ | ταῖς | ποικιλτρίαις |
αιτιατική | τὴν | ποικίλτριᾰν | τὰς | ποικιλτρίᾱς |
κλητική ὦ! | ποικίλτριᾰ | ποικίλτριαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποικιλτρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ποικιλτρίαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ποικίλτρια (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ποικιλ(τής) + -τρια < ποικίλ(λω) + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ποικίλτρια θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή , υφάσματα) θηλυκό του ποικιλτής, η ποικίλτρια όπως και στα νέα ελληνικά, η κεντήτρα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ποικίλος
Πηγές
επεξεργασία
- ποικίλτρια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.