ποικιλτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποικιλτής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποικιλτής < ποικίλλω > ποικίλος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.cilˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ποι‐κιλ‐τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποικιλτής αρσενικό (θηλυκό ποικίλτρια)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ποικίλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποικιλτής
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ποικιλτής | οἱ | ποικιλταί |
γενική | τοῦ | ποικιλτοῦ | τῶν | ποικιλτῶν |
δοτική | τῷ | ποικιλτῇ | τοῖς | ποικιλταῖς |
αιτιατική | τὸν | ποικιλτήν | τοὺς | ποικιλτᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ποικιλτᾰ́ | ποικιλταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποικιλτᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ποικιλταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποικιλτής < ποικίλ(λω) + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποικιλτής αρσενικό (θηλυκό ποικίλτρια)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ποικίλος