↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποδοσφαιροποίηση οι ποδοσφαιροποιήσεις
      γενική της ποδοσφαιροποίησης* των ποδοσφαιροποιήσεων
    αιτιατική την ποδοσφαιροποίηση τις ποδοσφαιροποιήσεις
     κλητική ποδοσφαιροποίηση ποδοσφαιροποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ποδοσφαιροποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδοσφαιροποίηση < ποδόσφαιρο + -ποίηση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /po.ðo.sfe.ro.ˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐δo‐σφαι‐ρο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποδοσφαιροποίηση θηλυκό

  • (μειωτικό, μεταφορικά) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ποδοσφαιροποιώ
    ※  Ο έμπειρος πολιτικός, επιχειρώντας να αποστασιοποιηθεί από την πόλωση και την «ποδοσφαιροποίηση», όπως λέει, της προεκλογικής περιόδου, επισημαίνει τις δυσκολίες που μας περιμένουν ως χώρα και ως πολίτες την επόμενη μέρα.
    Γιάννης Μαγκριώτης στο «Π»: Μονόδρομος οι συνεργασίες, Παρασκήνιο, 09-05-2023, @paraskhnio.gr, Συνέντευξη στον Αντώνη Ι. Αντωνόπουλο, ημερομηνία ανάκτησης: 11-10-2024.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία