ποδοσφαιροποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποδοσφαιροποιώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαποδοσφαιροποιώ
- (μειωτικό, μεταφορικά, μεταβατικό) υιοθετώ μεθόδους, τακτικές και συμπεριφορές που συνάδουν με ποδοσφαιρικό αγώνα
Συγγενικά
επεξεργασία- ποδοσφαιροποίηση
- → και δείτε τις λέξεις ποδόσφαιρο, πόδι και σφαίρα
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ποδοσφαιροποιώ
Πηγές
επεξεργασία- ποδοσφαιροποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)