ποδηλατογέφυρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποδηλατογέφυρα θηλυκό
- (νεολογισμός) γέφυρα από την οποία διέρχονται κυρίως ή μόνο ποδήλατα
- ※ Ένα από τα σημαντικότερα έργα που χαρακτηρίζουν το τοπίο είναι οι γέφυρες σε χώρους αναψυχής ή δασικούς δρόμους. Σκοπός της εργασίας είναι να διερευνηθεί και να προταθεί μία διαστασιολόγηση ποδηλατογέφυρας ορεινών δασικών μονοπατιών συμβατή με το περιβάλλον. (http://ikee.lib.auth.gr)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποδηλατογέφυρα