διαστασιολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαστασιολόγηση | οι | διαστασιολογήσεις |
γενική | της | διαστασιολόγησης* | των | διαστασιολογήσεων |
αιτιατική | τη | διαστασιολόγηση | τις | διαστασιολογήσεις |
κλητική | διαστασιολόγηση | διαστασιολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαστασιολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαστασιολόγηση < διαστασιολογώ + -ση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.sta.si.oˈlo.ʝi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐στα‐σι‐ο‐λό‐γη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαστασιολόγηση θηλυκό
- το αποτέλεσμα ή ενέργεια του διαστασιολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαστασιολόγηση
|