αυτοκινητογέφυρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοκινητογέφυρα < αυτοκίνητο + -ο- + γέφυρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοκινητογέφυρα θηλυκό
- (νεολογισμός) γέφυρα από την οποία διέρχονται κυρίως ή μόνο αυτοκίνητα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοκινητογέφυρα
|