Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πνευματοκτόνος η πνευματοκτόνος
πνευματοκτόνα
το πνευματοκτόνο
      γενική του πνευματοκτόνου της πνευματοκτόνου
πνευματοκτόνας
του πνευματοκτόνου
    αιτιατική τον πνευματοκτόνο την πνευματοκτόνο
πνευματοκτόνα
το πνευματοκτόνο
     κλητική πνευματοκτόνε πνευματοκτόνε
πνευματοκτόνα
πνευματοκτόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πνευματοκτόνοι οι πνευματοκτόνοι
πνευματοκτόνες
τα πνευματοκτόνα
      γενική των πνευματοκτόνων των πνευματοκτόνων των πνευματοκτόνων
    αιτιατική τους πνευματοκτόνους τις πνευματοκτόνους
πνευματοκτόνες
τα πνευματοκτόνα
     κλητική πνευματοκτόνοι πνευματοκτόνοι
πνευματοκτόνες
πνευματοκτόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πνευματοκτόνος < πνεύματ(ος) + -ο- + -κτόνος

  Επίθετο επεξεργασία

πνευματοκτόνος, -ος/-α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία