↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πνευμάτωση οι πνευματώσεις
      γενική της πνευμάτωσης* των πνευματώσεων
    αιτιατική την πνευμάτωση τις πνευματώσεις
     κλητική πνευμάτωση πνευματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πνευματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πνευμάτωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pneumatosis < ελληνιστική κοινή πνευμᾰ́τωσις < αρχαία ελληνική πνευματόω < πνεῦμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πνευμάτωση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία