πνευμάτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πνευμάτωση | οι | πνευματώσεις |
γενική | της | πνευμάτωσης* | των | πνευματώσεων |
αιτιατική | την | πνευμάτωση | τις | πνευματώσεις |
κλητική | πνευμάτωση | πνευματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πνευματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πνευμάτωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pneumatosis < ελληνιστική κοινή πνευμᾰ́τωσις < αρχαία ελληνική πνευματόω < πνεῦμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπνευμάτωση θηλυκό
- (ιατρική) η παθολογική κατάσταση κατά την οποία εισέρχεται αέρας στον πεπτικό σωλήνα, άλλες σωματικές κοιλότητες ή ιστούς, προκαλώντας σοβαρά ή λιγότερο σοβαρά συμπτώματα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πνευμάτωση
Πηγές
επεξεργασία- πνευμάτωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πνευμάτωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πνευμάτωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)