πνευμάτωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πνευμάτωσῐς | αἱ | πνευματώσεις |
γενική | τῆς | πνευματώσεως | τῶν | πνευματώσεων |
δοτική | τῇ | πνευματώσει | ταῖς | πνευματώσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πνευμάτωσῐν | τὰς | πνευματώσεις |
κλητική ὦ! | πνευμάτωσῐ | πνευματώσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πνευματώσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πνευματωσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπνευμάτωσις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- πνευμάτωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.