Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πνευμάτωσῐς αἱ πνευματώσεις
      γενική τῆς πνευματώσεως τῶν πνευματώσεων
      δοτική τῇ πνευματώσει ταῖς πνευματώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πνευμάτωσῐν τὰς πνευματώσεις
     κλητική ! πνευμάτωσῐ πνευματώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πνευματώσει
γεν-δοτ τοῖν  πνευματωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πνευμάτωσις < πνευματόω + -σις < πνεῦμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πνευμάτωσις θηλυκό

  1. εξαέρωση, εξάτμιση
  2. (ελληνιστική κοινή) φούσκωμα, πρήξιμο

  Πηγές επεξεργασία