Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλοηγημένος η πλοηγημένη το πλοηγημένο
      γενική του πλοηγημένου της πλοηγημένης του πλοηγημένου
    αιτιατική τον πλοηγημένο την πλοηγημένη το πλοηγημένο
     κλητική πλοηγημένε πλοηγημένη πλοηγημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλοηγημένοι οι πλοηγημένες τα πλοηγημένα
      γενική των πλοηγημένων των πλοηγημένων των πλοηγημένων
    αιτιατική τους πλοηγημένους τις πλοηγημένες τα πλοηγημένα
     κλητική πλοηγημένοι πλοηγημένες πλοηγημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλοηγημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλοηγώ

  Μετοχή επεξεργασία

πλοηγημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία