πλοηγώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπλοηγώ (παθητική φωνή: πλοηγούμαι)
- (ναυτικός όρος) είμαι πλοηγός και οδηγώ με γνώση και επιδέξιους χειρισμούς κάποιο πλοίο σε άγνωστα (για τον καπετάνιο του) και επικίνδυνα νερά
- (κατ’ επέκταση) οδηγώ ή βοηθώ στην οδήγηση κάποιον οδηγό
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλοηγώ | πλοηγούσα | θα πλοηγώ | να πλοηγώ | πλοηγώντας | |
β' ενικ. | πλοηγείς | πλοηγούσες | θα πλοηγείς | να πλοηγείς | ||
γ' ενικ. | πλοηγεί | πλοηγούσε | θα πλοηγεί | να πλοηγεί | ||
α' πληθ. | πλοηγούμε | πλοηγούσαμε | θα πλοηγούμε | να πλοηγούμε | ||
β' πληθ. | πλοηγείτε | πλοηγούσατε | θα πλοηγείτε | να πλοηγείτε | πλοηγείτε | |
γ' πληθ. | πλοηγούν(ε) | πλοηγούσαν(ε) | θα πλοηγούν(ε) | να πλοηγούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλοήγησα | θα πλοηγήσω | να πλοηγήσω | πλοηγήσει | ||
β' ενικ. | πλοήγησες | θα πλοηγήσεις | να πλοηγήσεις | πλοήγησε | ||
γ' ενικ. | πλοήγησε | θα πλοηγήσει | να πλοηγήσει | |||
α' πληθ. | πλοηγήσαμε | θα πλοηγήσουμε | να πλοηγήσουμε | |||
β' πληθ. | πλοηγήσατε | θα πλοηγήσετε | να πλοηγήσετε | πλοηγήστε | ||
γ' πληθ. | πλοήγησαν πλοηγήσαν(ε) |
θα πλοηγήσουν(ε) | να πλοηγήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλοηγήσει | είχα πλοηγήσει | θα έχω πλοηγήσει | να έχω πλοηγήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πλοηγήσει | είχες πλοηγήσει | θα έχεις πλοηγήσει | να έχεις πλοηγήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πλοηγήσει | είχε πλοηγήσει | θα έχει πλοηγήσει | να έχει πλοηγήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλοηγήσει | είχαμε πλοηγήσει | θα έχουμε πλοηγήσει | να έχουμε πλοηγήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πλοηγήσει | είχατε πλοηγήσει | θα έχετε πλοηγήσει | να έχετε πλοηγήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλοηγήσει | είχαν πλοηγήσει | θα έχουν πλοηγήσει | να έχουν πλοηγήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλοηγούμαι | πλοηγούμουν | θα πλοηγούμαι | να πλοηγούμαι | πλοηγούμενος | |
β' ενικ. | πλοηγείσαι | πλοηγούσουν | θα πλοηγείσαι | να πλοηγείσαι | ||
γ' ενικ. | πλοηγείται | πλοηγούνταν | θα πλοηγείται | να πλοηγείται | ||
α' πληθ. | πλοηγούμαστε | πλοηγούμασταν πλοηγούμαστε |
θα πλοηγούμαστε | να πλοηγούμαστε | ||
β' πληθ. | πλοηγείστε | πλοηγούσασταν πλοηγούσαστε |
θα πλοηγείστε | να πλοηγείστε | πλοηγείστε | |
γ' πληθ. | πλοηγούνται | πλοηγούνταν | θα πλοηγούνται | να πλοηγούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλοηγήθηκα | θα πλοηγηθώ | να πλοηγηθώ | πλοηγηθεί | ||
β' ενικ. | πλοηγήθηκες | θα πλοηγηθείς | να πλοηγηθείς | πλοηγήσου | ||
γ' ενικ. | πλοηγήθηκε | θα πλοηγηθεί | να πλοηγηθεί | |||
α' πληθ. | πλοηγηθήκαμε | θα πλοηγηθούμε | να πλοηγηθούμε | |||
β' πληθ. | πλοηγηθήκατε | θα πλοηγηθείτε | να πλοηγηθείτε | πλοηγηθείτε | ||
γ' πληθ. | πλοηγήθηκαν πλοηγηθήκαν(ε) |
θα πλοηγηθούν(ε) | να πλοηγηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πλοηγηθεί | είχα πλοηγηθεί | θα έχω πλοηγηθεί | να έχω πλοηγηθεί | πλοηγημένος | |
β' ενικ. | έχεις πλοηγηθεί | είχες πλοηγηθεί | θα έχεις πλοηγηθεί | να έχεις πλοηγηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πλοηγηθεί | είχε πλοηγηθεί | θα έχει πλοηγηθεί | να έχει πλοηγηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πλοηγηθεί | είχαμε πλοηγηθεί | θα έχουμε πλοηγηθεί | να έχουμε πλοηγηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πλοηγηθεί | είχατε πλοηγηθεί | θα έχετε πλοηγηθεί | να έχετε πλοηγηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πλοηγηθεί | είχαν πλοηγηθεί | θα έχουν πλοηγηθεί | να έχουν πλοηγηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πλοηγημένος - είμαστε, είστε, είναι πλοηγημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πλοηγημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πλοηγημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πλοηγημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πλοηγημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πλοηγημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πλοηγημένοι |