Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλοηγώ < πλοηγός +

  Ρήμα επεξεργασία

πλοηγώ (παθητική φωνή: πλοηγούμαι)

  1. (ναυτικός όρος) είμαι πλοηγός και οδηγώ με γνώση και επιδέξιους χειρισμούς κάποιο πλοίο σε άγνωστα (για τον καπετάνιο του) και επικίνδυνα νερά
     συνώνυμα: πιλοτάρω
  2. (κατ’ επέκταση) οδηγώ ή βοηθώ στην οδήγηση κάποιον οδηγό

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία