Ετυμολογία

επεξεργασία
pilot < μέση γαλλική pilot < ιταλική pilota < pedotta < μεσαιωνική ελληνική *πηδώτης[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpaɪlət/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

pilot (en) (χωρίς παραθετικά)

  • πιλοτικός
    ⮡  Hundreds of young people have registered in the municipality’s new pilot programs aimed at reducing unemployment.
    Εκατοντάδες νέοι δήλωσαν συμμετοχή στα νέα πιλοτικά προγράμματα του δήμου που στοχεύουν στη μείωση της ανεργίας.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pilot pilots

pilot (en)

  1. (αεροπορικός όρος, επάγγελμα) ο πιλότος
    ⮡  The pilot is responsible for the safety of passengers.
    Ο πιλότος είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια των επιβατών.
  2. (ναυτικός όρος, επάγγελμα) συνώνυμο του πλοηγός

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας pilot
γ΄ ενικό ενεστώτα pilots
αόριστος piloted
παθητική μετοχή piloted
ενεργητική μετοχή piloting

pilot (en)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. pilot στο λεξικό Merriam-Webster