pilot
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- pilot < μέση γαλλική pilot < ιταλική pilota < pedotta < μεσαιωνική ελληνική *πηδώτης[1]
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
pilot (en) (χωρίς παραθετικά)
- πιλοτικός
- ⮡ Hundreds of young people have registered in the municipality’s new pilot programs aimed at reducing unemployment.
- Εκατοντάδες νέοι δήλωσαν συμμετοχή στα νέα πιλοτικά προγράμματα του δήμου που στοχεύουν στη μείωση της ανεργίας.
- ⮡ Hundreds of young people have registered in the municipality’s new pilot programs aimed at reducing unemployment.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pilot | pilots |
pilot (en)
- (αεροπορικός όρος, επάγγελμα) ο πιλότος
- ⮡ The pilot is responsible for the safety of passengers.
- Ο πιλότος είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια των επιβατών.
- ⮡ The pilot is responsible for the safety of passengers.
- (ναυτικός όρος, επάγγελμα) συνώνυμο του πλοηγός