ενεστώτας navigate
γ΄ ενικό ενεστώτα navigates
αόριστος navigated
παθητική μετοχή navigated
ενεργητική μετοχή navigating

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈnæv.ɪ.ɡeɪt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈnæv.ɪ.ɡeɪt/ (ΗΠΑ)
 

navigate (en)

  1. κυβερνώ, πιλοτάρω, διαπλέω
  2. πλοηγώ
  3. (πληροφορική) μετακινούμαι μεταξύ ιστοσελίδων, μενού, κ.λπ.

Συγγενικά

επεξεργασία