navigator
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
navigator | navigators |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnavigator (en)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- navigator στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
navigator | navigators |
navigator (en)