Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αεροπλοηγός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αεροπλοηγ
ός
οι
αεροπλοηγ
οί
γενική
του
αεροπλοηγ
ού
των
αεροπλοηγ
ών
αιτιατική
τον
αεροπλοηγ
ό
τους
αεροπλοηγ
ούς
κλητική
αεροπλοηγ
έ
αεροπλοηγ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αεροπλοηγός
<
αερο-
+
πλοηγός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αεροπλοηγός
αρσενικό ή θηλυκό
(
αεροπορικός όρος
) που
πλοηγεί
αεροπλάνο
Συνώνυμα
επεξεργασία
αεροναυτίλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αεροπλοηγός
αγγλικά
:
navigator
(en)
(
of
aircraft
)