πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πληκτρολογίδιο τα πληκτρολογίδια
      γενική του πληκτρολογίδιου των πληκτρολογίδιων
    αιτιατική το πληκτρολογίδιο τα πληκτρολογίδια
     κλητική πληκτρολογίδιο πληκτρολογίδια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πληκτρολογίδιο (keypad) σε ανελκυστήρα

Ετυμολογία

επεξεργασία
πληκτρολογίδιο < πληκτρολόγ(ιο) + -ίδιο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική keypad, νεολογισμός αρχών του 21ου αιώνα που έχει προταθεί από την ΕΛΕΤΟ αλλά δεν έχει γίνει ευρέως αποδεκτός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πληκτρολογίδιο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Keypads, εικόνες στα Wikimedia Commons

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. (αγγλικά) Εγώ και η Dell μου, σελ. 31, Δημοσίευση 2019-03 Αναθ. A05. Προσπέλαση 2020-05-08