Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλατινένιος η πλατινένια το πλατινένιο
      γενική του πλατινένιου της πλατινένιας του πλατινένιου
    αιτιατική τον πλατινένιο την πλατινένια το πλατινένιο
     κλητική πλατινένιε πλατινένια πλατινένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλατινένιοι οι πλατινένιες τα πλατινένια
      γενική των πλατινένιων των πλατινένιων των πλατινένιων
    αιτιατική τους πλατινένιους τις πλατινένιες τα πλατινένια
     κλητική πλατινένιοι πλατινένιες πλατινένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλατινένιος < πλατίν(α) + -ένιος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pla.tiˈne.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλα‐τι‐νέ‐νιος

  Επίθετο επεξεργασία

πλατινένιος

  1. φτιαγμένος από πλατίνα
  2. που έχει χρώμα πλατίνας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία