πλατινένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλατινένιος | η | πλατινένια | το | πλατινένιο |
γενική | του | πλατινένιου | της | πλατινένιας | του | πλατινένιου |
αιτιατική | τον | πλατινένιο | την | πλατινένια | το | πλατινένιο |
κλητική | πλατινένιε | πλατινένια | πλατινένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλατινένιοι | οι | πλατινένιες | τα | πλατινένια |
γενική | των | πλατινένιων | των | πλατινένιων | των | πλατινένιων |
αιτιατική | τους | πλατινένιους | τις | πλατινένιες | τα | πλατινένια |
κλητική | πλατινένιοι | πλατινένιες | πλατινένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pla.tiˈne.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐τι‐νέ‐νιος
Επίθετο
επεξεργασίαπλατινένιος
- φτιαγμένος από πλατίνα
- που έχει χρώμα πλατίνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλατινένιος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πλατινένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας