↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλαταγισμένος η πλαταγισμένη το πλαταγισμένο
      γενική του πλαταγισμένου της πλαταγισμένης του πλαταγισμένου
    αιτιατική τον πλαταγισμένο την πλαταγισμένη το πλαταγισμένο
     κλητική πλαταγισμένε πλαταγισμένη πλαταγισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλαταγισμένοι οι πλαταγισμένες τα πλαταγισμένα
      γενική των πλαταγισμένων των πλαταγισμένων των πλαταγισμένων
    αιτιατική τους πλαταγισμένους τις πλαταγισμένες τα πλαταγισμένα
     κλητική πλαταγισμένοι πλαταγισμένες πλαταγισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλαταγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλαταγίζω

πλαταγισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία