πλαταγίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλαταγίζω < ελληνιστική κοινή πλαταγίζω < πλαταγέω / πλαταγῶ < αρχαία ελληνική πλαταγή < πλατύς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pla.taˈʝi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐τα‐γί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπλαταγίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλαταγίζω | πλατάγιζα | θα πλαταγίζω | να πλαταγίζω | πλαταγίζοντας | |
β' ενικ. | πλαταγίζεις | πλατάγιζες | θα πλαταγίζεις | να πλαταγίζεις | πλατάγιζε | |
γ' ενικ. | πλαταγίζει | πλατάγιζε | θα πλαταγίζει | να πλαταγίζει | ||
α' πληθ. | πλαταγίζουμε | πλαταγίζαμε | θα πλαταγίζουμε | να πλαταγίζουμε | ||
β' πληθ. | πλαταγίζετε | πλαταγίζατε | θα πλαταγίζετε | να πλαταγίζετε | πλαταγίζετε | |
γ' πληθ. | πλαταγίζουν(ε) | πλατάγιζαν πλαταγίζαν(ε) |
θα πλαταγίζουν(ε) | να πλαταγίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλατάγισα | θα πλαταγίσω | να πλαταγίσω | πλαταγίσει | ||
β' ενικ. | πλατάγισες | θα πλαταγίσεις | να πλαταγίσεις | πλατάγισε | ||
γ' ενικ. | πλατάγισε | θα πλαταγίσει | να πλαταγίσει | |||
α' πληθ. | πλαταγίσαμε | θα πλαταγίσουμε | να πλαταγίσουμε | |||
β' πληθ. | πλαταγίσατε | θα πλαταγίσετε | να πλαταγίσετε | πλαταγίστε | ||
γ' πληθ. | πλατάγισαν πλαταγίσαν(ε) |
θα πλαταγίσουν(ε) | να πλαταγίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλαταγίσει | είχα πλαταγίσει | θα έχω πλαταγίσει | να έχω πλαταγίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πλαταγίσει | είχες πλαταγίσει | θα έχεις πλαταγίσει | να έχεις πλαταγίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πλαταγίσει | είχε πλαταγίσει | θα έχει πλαταγίσει | να έχει πλαταγίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλαταγίσει | είχαμε πλαταγίσει | θα έχουμε πλαταγίσει | να έχουμε πλαταγίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πλαταγίσει | είχατε πλαταγίσει | θα έχετε πλαταγίσει | να έχετε πλαταγίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλαταγίσει | είχαν πλαταγίσει | θα έχουν πλαταγίσει | να έχουν πλαταγίσει |
|