↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαταγή οι πλαταγές
      γενική της πλαταγής των πλαταγών
    αιτιατική την πλαταγή τις πλαταγές
     κλητική πλαταγή πλαταγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλαταγή < αρχαία ελληνική πλᾰτᾰγή[1] [2] < πλατάσσω < πλατύς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pla.taˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλα‐τα‐γή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλαταγή θηλυκό

  1. (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του πλατάγισμα
  2. (αρχαιοπρεπές) η κουδουνίστρα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πλαταγήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πλαταγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.