↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλαστοπροσωπημένος η πλαστοπροσωπημένη το πλαστοπροσωπημένο
      γενική του πλαστοπροσωπημένου της πλαστοπροσωπημένης του πλαστοπροσωπημένου
    αιτιατική τον πλαστοπροσωπημένο την πλαστοπροσωπημένη το πλαστοπροσωπημένο
     κλητική πλαστοπροσωπημένε πλαστοπροσωπημένη πλαστοπροσωπημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλαστοπροσωπημένοι οι πλαστοπροσωπημένες τα πλαστοπροσωπημένα
      γενική των πλαστοπροσωπημένων των πλαστοπροσωπημένων των πλαστοπροσωπημένων
    αιτιατική τους πλαστοπροσωπημένους τις πλαστοπροσωπημένες τα πλαστοπροσωπημένα
     κλητική πλαστοπροσωπημένοι πλαστοπροσωπημένες πλαστοπροσωπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλαστοπροσωπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλαστοπροσωπώ

πλαστοπροσωπημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία