πλαστοπροσωπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλαστοπροσωπώ < πλαστοπροσωπία + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαπλαστοπροσωπώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλαστοπροσωπώ | πλαστοπροσωπούσα | θα πλαστοπροσωπώ | να πλαστοπροσωπώ | πλαστοπροσωπώντας | |
β' ενικ. | πλαστοπροσωπείς | πλαστοπροσωπούσες | θα πλαστοπροσωπείς | να πλαστοπροσωπείς | (πλαστοπροσώπει) | |
γ' ενικ. | πλαστοπροσωπεί | πλαστοπροσωπούσε | θα πλαστοπροσωπεί | να πλαστοπροσωπεί | ||
α' πληθ. | πλαστοπροσωπούμε | πλαστοπροσωπούσαμε | θα πλαστοπροσωπούμε | να πλαστοπροσωπούμε | ||
β' πληθ. | πλαστοπροσωπείτε | πλαστοπροσωπούσατε | θα πλαστοπροσωπείτε | να πλαστοπροσωπείτε | πλαστοπροσωπείτε | |
γ' πληθ. | πλαστοπροσωπούν(ε) | πλαστοπροσωπούσαν(ε) | θα πλαστοπροσωπούν(ε) | να πλαστοπροσωπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλαστοπροσώπησα | θα πλαστοπροσωπήσω | να πλαστοπροσωπήσω | πλαστοπροσωπήσει | ||
β' ενικ. | πλαστοπροσώπησες | θα πλαστοπροσωπήσεις | να πλαστοπροσωπήσεις | πλαστοπροσώπησε | ||
γ' ενικ. | πλαστοπροσώπησε | θα πλαστοπροσωπήσει | να πλαστοπροσωπήσει | |||
α' πληθ. | πλαστοπροσωπήσαμε | θα πλαστοπροσωπήσουμε | να πλαστοπροσωπήσουμε | |||
β' πληθ. | πλαστοπροσωπήσατε | θα πλαστοπροσωπήσετε | να πλαστοπροσωπήσετε | πλαστοπροσωπήστε | ||
γ' πληθ. | πλαστοπροσώπησαν πλαστοπροσωπήσαν(ε) |
θα πλαστοπροσωπήσουν(ε) | να πλαστοπροσωπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλαστοπροσωπήσει | είχα πλαστοπροσωπήσει | θα έχω πλαστοπροσωπήσει | να έχω πλαστοπροσωπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πλαστοπροσωπήσει | είχες πλαστοπροσωπήσει | θα έχεις πλαστοπροσωπήσει | να έχεις πλαστοπροσωπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πλαστοπροσωπήσει | είχε πλαστοπροσωπήσει | θα έχει πλαστοπροσωπήσει | να έχει πλαστοπροσωπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλαστοπροσωπήσει | είχαμε πλαστοπροσωπήσει | θα έχουμε πλαστοπροσωπήσει | να έχουμε πλαστοπροσωπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πλαστοπροσωπήσει | είχατε πλαστοπροσωπήσει | θα έχετε πλαστοπροσωπήσει | να έχετε πλαστοπροσωπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλαστοπροσωπήσει | είχαν πλαστοπροσωπήσει | θα έχουν πλαστοπροσωπήσει | να έχουν πλαστοπροσωπήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλαστοπροσωπώ
|