Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαστοπροσωπία οι πλαστοπροσωπίες
      γενική της πλαστοπροσωπίας των πλαστοπροσωπιών
    αιτιατική την πλαστοπροσωπία τις πλαστοπροσωπίες
     κλητική πλαστοπροσωπία πλαστοπροσωπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαστοπροσωπία < (μαρτυρείται από το 1885)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλαστοπροσωπία θηλυκό

  • το να παρουσιάζεται κάποιος σαν άλλο άτομο με σκοπό την εξαπάτηση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία