Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλαστικοποιητικός η πλαστικοποιητική το πλαστικοποιητικό
      γενική του πλαστικοποιητικού της πλαστικοποιητικής του πλαστικοποιητικού
    αιτιατική τον πλαστικοποιητικό την πλαστικοποιητική το πλαστικοποιητικό
     κλητική πλαστικοποιητικέ πλαστικοποιητική πλαστικοποιητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλαστικοποιητικοί οι πλαστικοποιητικές τα πλαστικοποιητικά
      γενική των πλαστικοποιητικών των πλαστικοποιητικών των πλαστικοποιητικών
    αιτιατική τους πλαστικοποιητικούς τις πλαστικοποιητικές τα πλαστικοποιητικά
     κλητική πλαστικοποιητικοί πλαστικοποιητικές πλαστικοποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαστικοποιητικός < πλαστικοποιώ + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

πλαστικοποιητικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία