Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαστικοποίηση οι πλαστικοποιήσεις
      γενική της πλαστικοποίησης* των πλαστικοποιήσεων
    αιτιατική την πλαστικοποίηση τις πλαστικοποιήσεις
     κλητική πλαστικοποίηση πλαστικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλαστικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαστικοποίηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλαστικοποίηση θηλυκό

  1. η μόνιμη επικάλυψη ή επίστρωση της μίας ή και των δύο όψεων φύλλου χαρτιού με φύλλο διαφανούς υλικού
    ταυτόσημα: λαμινάρισμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία