Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαμινάρισμα τα λαμιναρίσματα
      γενική του λαμιναρίσματος των λαμιναρισμάτων
    αιτιατική το λαμινάρισμα τα λαμιναρίσματα
     κλητική λαμινάρισμα λαμιναρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κοντινό πλάνο διακοσμητικού λαμιναρίσματος. Διακρίνουμε τη λεπτή διακοσμητική επιφάνεια που έχει διακοσμήσει το σανίδι, μετά από λαμινάρισμα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαμινάρισμα < λαμινάρ(ω) + -ισμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαμινάρισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία