λαμινάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαμινάρισμα < λαμινάρ(ω) + -ισμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαμινάρισμα ουδέτερο
- (εκτύπωση) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λαμινάρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαμινάρισμα
|
λαμινάρισμα ουδέτερο
|