λαμινάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαμινάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική laminar(e) + -ω (-άρω)
Ρήμα
επεξεργασίαλαμινάρω
- (εκτύπωση) επικολλώ μια εκτυπωμένη επιφάνεια σε χαρτόνι
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λαμινάρω
|