πλακοστρωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλακοστρωτής αρσενικό
- (σπάνιο) (προφορικό) οικοδομικό επάγγελμα, αυτός που στρώνει πλάκες
- Τεχνίτης Πλακοστρωτής / Τεχνίτης Μαρμαροτεχνίτης Πλακοστρωτής (ΦΕΚ 91, 15/3/2019)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλακοστρωτής
|