Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλακοσκεπής η πλακοσκεπής το πλακοσκεπές
      γενική του πλακοσκεπούς* της πλακοσκεπούς του πλακοσκεπούς
    αιτιατική τον πλακοσκεπή την πλακοσκεπή το πλακοσκεπές
     κλητική πλακοσκεπή(ς) πλακοσκεπής πλακοσκεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλακοσκεπείς οι πλακοσκεπείς τα πλακοσκεπή
      γενική των πλακοσκεπών των πλακοσκεπών των πλακοσκεπών
    αιτιατική τους πλακοσκεπείς τις πλακοσκεπείς τα πλακοσκεπή
     κλητική πλακοσκεπείς πλακοσκεπείς πλακοσκεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλακοσκεπής < πλάκα + -ο- + -σκεπής

  Επίθετο επεξεργασία

πλακοσκεπής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία