πλακομούνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλακομούνι | τα | πλακομούνια |
γενική | του | πλακομουνιού | των | πλακομουνιών |
αιτιατική | το | πλακομούνι | τα | πλακομούνια |
κλητική | πλακομούνι | πλακομούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλακομούνι ουδέτερο
- (χυδαίο) λεσβιακό σεξ χωρίς συμμετοχή άνδρα, όπου οι γυναίκες εφάπτουν τα κορμιά μεταξύ τους και κατ’ αυτό τον τρόπο φτάνουν σε ηδονή με την τριβή των αιδοίων τους