τριβαδισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριβαδισμός < (ελληνιστική κοινή) τριβάς < τρίβω
Ουσιαστικό επεξεργασία
τριβαδισμός αρσενικό
- η γυναικεία ομοφυλοφιλία, ο λεσβιασμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριβαδισμός
τριβαδισμός αρσενικό