λεσβιασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεσβιασμός < λεσβιάζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική lesbianisme
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεσβιασμός αρσενικό
- ο ομοφυλόφιλος έρωτας μεταξύ γυναικών
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεσβιασμός