Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλαισιωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πλαισιωμέν
ος
η
πλαισιωμέν
η
το
πλαισιωμέν
ο
γενική
του
πλαισιωμέν
ου
της
πλαισιωμέν
ης
του
πλαισιωμέν
ου
αιτιατική
τον
πλαισιωμέν
ο
την
πλαισιωμέν
η
το
πλαισιωμέν
ο
κλητική
πλαισιωμέν
ε
πλαισιωμέν
η
πλαισιωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πλαισιωμέν
οι
οι
πλαισιωμέν
ες
τα
πλαισιωμέν
α
γενική
των
πλαισιωμέν
ων
των
πλαισιωμέν
ων
των
πλαισιωμέν
ων
αιτιατική
τους
πλαισιωμέν
ους
τις
πλαισιωμέν
ες
τα
πλαισιωμέν
α
κλητική
πλαισιωμέν
οι
πλαισιωμέν
ες
πλαισιωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πλαισιωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
πλαισιώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλαισιωμένος