↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιστούχος η πιστούχος
πιστούχα
το πιστούχο
      γενική του πιστούχου της πιστούχου
πιστούχας
του πιστούχου
    αιτιατική τον πιστούχο την πιστούχο
πιστούχα
το πιστούχο
     κλητική πιστούχε πιστούχε
πιστούχα
πιστούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιστούχοι οι πιστούχοι
πιστούχες
τα πιστούχα
      γενική των πιστούχων των πιστούχων των πιστούχων
    αιτιατική τους πιστούχους τις πιστούχους
πιστούχες
τα πιστούχα
     κλητική πιστούχοι πιστούχοι
πιστούχες
πιστούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πιστούχος < πίστ(η) ή πίστ(ωση) + -ούχος· μαρτυρείται από το 1889 από τον Κωνσταντίνο Α. Κυπριάδη[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

πιστούχος, -ος/-α, -ο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.