Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιστολισμένος η πιστολισμένη το πιστολισμένο
      γενική του πιστολισμένου της πιστολισμένης του πιστολισμένου
    αιτιατική τον πιστολισμένο την πιστολισμένη το πιστολισμένο
     κλητική πιστολισμένε πιστολισμένη πιστολισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιστολισμένοι οι πιστολισμένες τα πιστολισμένα
      γενική των πιστολισμένων των πιστολισμένων των πιστολισμένων
    αιτιατική τους πιστολισμένους τις πιστολισμένες τα πιστολισμένα
     κλητική πιστολισμένοι πιστολισμένες πιστολισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιστολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πιστολίζω

  Μετοχή επεξεργασία

πιστολισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία