πιστολισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιστολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πιστολίζω
Μετοχή επεξεργασία
πιστολισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πιστολίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιστολισμένος
|
πιστολισμένος, -η, -ο
|