πιστολίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.stoˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐στο‐λί‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
πιστολίζω, αόρ.: πιστόλισα, παθ.φωνή: πιστολίζομαι, π.αόρ.: πιστολίστηκα, μτχ.π.π.: πιστολισμένος [2]
- (λαϊκότροπο) πυροβολώ με πιστόλι
- ※ Με χτύπησε και τον πιστόλισα. (Γιάννης Ψυχάρης (1911) Δυο φίλοι [διήγημα])
Συγγενικά επεξεργασία
- πιστολισμός
- → δείτε τη λέξη πιστόλι
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιστολίζω | πιστόλιζα | θα πιστολίζω | να πιστολίζω | πιστολίζοντας | |
β' ενικ. | πιστολίζεις | πιστόλιζες | θα πιστολίζεις | να πιστολίζεις | πιστόλιζε | |
γ' ενικ. | πιστολίζει | πιστόλιζε | θα πιστολίζει | να πιστολίζει | ||
α' πληθ. | πιστολίζουμε | πιστολίζαμε | θα πιστολίζουμε | να πιστολίζουμε | ||
β' πληθ. | πιστολίζετε | πιστολίζατε | θα πιστολίζετε | να πιστολίζετε | πιστολίζετε | |
γ' πληθ. | πιστολίζουν(ε) | πιστόλιζαν πιστολίζαν(ε) |
θα πιστολίζουν(ε) | να πιστολίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πιστόλισα | θα πιστολίσω | να πιστολίσω | πιστολίσει | ||
β' ενικ. | πιστόλισες | θα πιστολίσεις | να πιστολίσεις | πιστόλισε | ||
γ' ενικ. | πιστόλισε | θα πιστολίσει | να πιστολίσει | |||
α' πληθ. | πιστολίσαμε | θα πιστολίσουμε | να πιστολίσουμε | |||
β' πληθ. | πιστολίσατε | θα πιστολίσετε | να πιστολίσετε | πιστολίστε | ||
γ' πληθ. | πιστόλισαν πιστολίσαν(ε) |
θα πιστολίσουν(ε) | να πιστολίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πιστολίσει | είχα πιστολίσει | θα έχω πιστολίσει | να έχω πιστολίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πιστολίσει | είχες πιστολίσει | θα έχεις πιστολίσει | να έχεις πιστολίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πιστολίσει | είχε πιστολίσει | θα έχει πιστολίσει | να έχει πιστολίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πιστολίσει | είχαμε πιστολίσει | θα έχουμε πιστολίσει | να έχουμε πιστολίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πιστολίσει | είχατε πιστολίσει | θα έχετε πιστολίσει | να έχετε πιστολίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πιστολίσει | είχαν πιστολίσει | θα έχουν πιστολίσει | να έχουν πιστολίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιστολίζομαι | πιστολιζόμουν(α) | θα πιστολίζομαι | να πιστολίζομαι | ||
β' ενικ. | πιστολίζεσαι | πιστολιζόσουν(α) | θα πιστολίζεσαι | να πιστολίζεσαι | ||
γ' ενικ. | πιστολίζεται | πιστολιζόταν(ε) | θα πιστολίζεται | να πιστολίζεται | ||
α' πληθ. | πιστολιζόμαστε | πιστολιζόμαστε πιστολιζόμασταν |
θα πιστολιζόμαστε | να πιστολιζόμαστε | ||
β' πληθ. | πιστολίζεστε | πιστολιζόσαστε πιστολιζόσασταν |
θα πιστολίζεστε | να πιστολίζεστε | (πιστολίζεστε) | |
γ' πληθ. | πιστολίζονται | πιστολίζονταν πιστολιζόντουσαν |
θα πιστολίζονται | να πιστολίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πιστολίστηκα | θα πιστολιστώ | να πιστολιστώ | πιστολιστεί | ||
β' ενικ. | πιστολίστηκες | θα πιστολιστείς | να πιστολιστείς | πιστολίσου | ||
γ' ενικ. | πιστολίστηκε | θα πιστολιστεί | να πιστολιστεί | |||
α' πληθ. | πιστολιστήκαμε | θα πιστολιστούμε | να πιστολιστούμε | |||
β' πληθ. | πιστολιστήκατε | θα πιστολιστείτε | να πιστολιστείτε | πιστολιστείτε | ||
γ' πληθ. | πιστολίστηκαν πιστολιστήκαν(ε) |
θα πιστολιστούν(ε) | να πιστολιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πιστολιστεί | είχα πιστολιστεί | θα έχω πιστολιστεί | να έχω πιστολιστεί | πιστολισμένος | |
β' ενικ. | έχεις πιστολιστεί | είχες πιστολιστεί | θα έχεις πιστολιστεί | να έχεις πιστολιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει πιστολιστεί | είχε πιστολιστεί | θα έχει πιστολιστεί | να έχει πιστολιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πιστολιστεί | είχαμε πιστολιστεί | θα έχουμε πιστολιστεί | να έχουμε πιστολιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε πιστολιστεί | είχατε πιστολιστεί | θα έχετε πιστολιστεί | να έχετε πιστολιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πιστολιστεί | είχαν πιστολιστεί | θα έχουν πιστολιστεί | να έχουν πιστολιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πιστολισμένος - είμαστε, είστε, είναι πιστολισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πιστολισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πιστολισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πιστολισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πιστολισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πιστολισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πιστολισμένοι |
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιστολίζω
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πιστολίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)