πιστοδοτημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιστοδοτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πιστοδοτώ
Μετοχή
επεξεργασίαπιστοδοτημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πιστοδοτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιστοδοτημένος
|
πιστοδοτημένος, -η, -ο
|