↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιστοδοτημένος η πιστοδοτημένη το πιστοδοτημένο
      γενική του πιστοδοτημένου της πιστοδοτημένης του πιστοδοτημένου
    αιτιατική τον πιστοδοτημένο την πιστοδοτημένη το πιστοδοτημένο
     κλητική πιστοδοτημένε πιστοδοτημένη πιστοδοτημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιστοδοτημένοι οι πιστοδοτημένες τα πιστοδοτημένα
      γενική των πιστοδοτημένων των πιστοδοτημένων των πιστοδοτημένων
    αιτιατική τους πιστοδοτημένους τις πιστοδοτημένες τα πιστοδοτημένα
     κλητική πιστοδοτημένοι πιστοδοτημένες πιστοδοτημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πιστοδοτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πιστοδοτώ

πιστοδοτημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία